- εκτορμέω
- ἐκτορμέω (Α)βγαίνω από τον δρόμο μου, λοξοδρομώ, παραστρατίζω, βγαίνω από τον ίσιο δρόμο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐκτορμεῖν — ἐκτορμέω turn from the way pres inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)